- ἀναπλέοντας
- ἀναπλέωsail upwardspres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)ἀναπλέωsail upwardspres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMMERCIA — generi humano perquam necessaria, abundantiâ unius regionis alterius inopiam pensant, et quae ad vivendum vel saltem commode vivendum cuique necessaria sunt, large suppeditant. Quî enim Athenae olim, cui το λεπτόγαιον Thucydides, l. 1: tribuit:… … Hofmann J. Lexicon universale
σολομός — Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της… … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Μακένζι, Αλεξάντερ — (Sir Alexander Mackenzie, Ινβερνές 1755; – Μούλινιρν, Πενθσάιρ 1820). Σκοτσέζος εξερευνητής. Υπηρετώντας στη Northwest Company άρχισε την εξερεύνηση των περιοχών που βρίσκονται Δ και Β της Μεγάλης Λίμνης των Άρκτων, αναπλέοντας τον ποταμό που… … Dictionary of Greek